όχθη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όχθη | οι | όχθες |
γενική | της | όχθης | των | (οχθών) |
αιτιατική | την | όχθη | τις | όχθες |
κλητική | όχθη | όχθες | ||
όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- όχθη < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ὄχθη
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
όχθη θηλυκό
- (γεωλογία) μέρος της ξηράς που βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια νερού (ποταμού, λίμνης, θάλασσας κ.λπ.)
- (μεταφορικά) παράταξη, μεριά, πλευρά
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- όχτος (λαϊκότροπο)