Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πενηντάρικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πενηντάρικ
ος
η
πενηντάρικ
η
το
πενηντάρικ
ο
γενική
του
πενηντάρικ
ου
της
πενηντάρικ
ης
του
πενηντάρικ
ου
αιτιατική
τον
πενηντάρικ
ο
την
πενηντάρικ
η
το
πενηντάρικ
ο
κλητική
πενηντάρικ
ε
πενηντάρικ
η
πενηντάρικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πενηντάρικ
οι
οι
πενηντάρικ
ες
τα
πενηντάρικ
α
γενική
των
πενηντάρικ
ων
των
πενηντάρικ
ων
των
πενηντάρικ
ων
αιτιατική
τους
πενηντάρικ
ους
τις
πενηντάρικ
ες
τα
πενηντάρικ
α
κλητική
πενηντάρικ
οι
πενηντάρικ
ες
πενηντάρικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πενηντάρικος
<
πενήντα
+
-άρικος
Επίθετο
επεξεργασία
πενηντάρικος
που έχει
αξία
πενήντα
νομισμάτων
πενηντάευρος
πενηντάδραχμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πενηντάρικος