Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πενηντάευρο τα πενηντάευρα
      γενική του πενηντάευρου των πενηντάευρων
    αιτιατική το πενηντάευρο τα πενηντάευρα
     κλητική πενηντάευρο πενηντάευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενηντάευρο < πενήντα + ευρ(ώ) + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ninˈda.e.vɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐νη‐ντά‐ευ‐ρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Ένα πενηντάευρο

πενηντάευρο ουδέτερο

  1. (νεολογισμός) πενήντα ευρώ
  2. (νεολογισμός, νόμισμα) χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ
    Πενηντάευρα και εικοσάευρα προτιμούν οι παραχαράκτες. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία