Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόλυτο αριθμητικό < → δείτε τις λέξεις απόλυτος και αριθμητικό

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

απόλυτο αριθμητικό

  • (γραμματική) το αριθμητικό που φανερώνει ένα συγκεκριμένο πλήθος από πρόσωπα, ζώα ή πράγματα
    στις εκφράσεις: δύο γάτες, επτά μολύβια, δεκατρία τετράδια, οι λέξεις «δύο», «επτά» και «δεκατρία» είναι απόλυτα αριθμητικά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία