τακτικό αριθμητικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τακτικό αριθμητικό < τακτικό + αριθμητικό
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίατακτικό αριθμητικό
- (γραμματική) αριθμητικό που δείχνει ποια σειρά έχει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό σ’ ένα σύνολο ομοίων
Μεταφράσεις
επεξεργασία τακτικό αριθμητικό