ψηφίο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψηφίο | τα | ψηφία |
γενική | του | ψηφίου | των | ψηφίων |
αιτιατική | το | ψηφίο | τα | ψηφία |
κλητική | ψηφίο | ψηφία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψηφίο < μεσαιωνική ελληνική ψηφίον < αρχαία ελληνική ψῆφος
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ψηφίο ουδέτερο
- σύμβολο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα σύμβολα για την αναπαράσταση ενός αριθμού
- ο αριθμός 89,34 έχει τέσσερα ψηφία στο δεκαδικό σύστημα αναπαράστασης
- γράμμα του αλφαβήτου
- ψηφίδα
Επεξεργασία
- διψήφιος
- δίψηφος, δίψηφο
- εξαψήφιος
- επταψήφιος
- μονοψήφιος
- πολυψήφιος
- τετραψήφιος
- τριψήφιος
- ψηφί
- ψηφιακός
- -ψήφιος με προθήματα μονο-, δι-, τρι-, τετρα-, ... κ.λπ.
- ψηφιολέξη
- ψηφιοποίηση
- ψηφιοποιητής
- ψηφιοποιώ
- ψηφιοσκόπιο
- ψηφιοϋφασματεκτύπωση
- → δείτε τη λέξη ψηφίδα και συγγενικές λέξεις
- → επίσης δείτε στη λέξη: ψήφος