μονοψήφιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.noˈpsi.fi.os/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /mo.noˈpsi.fi.a/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /mo.noˈpsi.fi.o/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαμονοψήφιος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονοψήφιος
|