Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοψήφιος η μονοψήφια το μονοψήφιο
      γενική του μονοψήφιου της μονοψήφιας του μονοψήφιου
    αιτιατική τον μονοψήφιο τη μονοψήφια το μονοψήφιο
     κλητική μονοψήφιε μονοψήφια μονοψήφιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοψήφιοι οι μονοψήφιες τα μονοψήφια
      γενική των μονοψήφιων των μονοψήφιων των μονοψήφιων
    αιτιατική τους μονοψήφιους τις μονοψήφιες τα μονοψήφια
     κλητική μονοψήφιοι μονοψήφιες μονοψήφια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοψήφιος < μονο- + -ψήφιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mo.noˈpsi.fi.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /mo.noˈpsi.fi.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /mo.noˈpsi.fi.o/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

μονοψήφιος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία