↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ψήφιος η -ψήφια το -ψήφιο
      γενική του -ψήφιου της -ψήφιας του -ψήφιου
    αιτιατική τον -ψήφιο τη(ν) -ψήφια το -ψήφιο
     κλητική -ψήφιε -ψήφια -ψήφιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ψήφιοι οι -ψήφιες τα -ψήφια
      γενική των -ψήφιων των -ψήφιων των -ψήφιων
    αιτιατική τους -ψήφιους τις -ψήφιες τα -ψήφια
     κλητική -ψήφιοι -ψήφιες -ψήφια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-ψήφιος < αρχαία ελληνική ψῆφ(ος) + -ιος, -α, -ον (με την ίδια κατάληξη και η (ελληνιστική κοινή) ψηφίον)· (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική chiffre σε εκφράσεις όπως d΄un chiffre (μονοψήφιος) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpsi.fi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ψή‐φι‐ος

  Επίθημα

επεξεργασία

-ψήφιος, -α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • -ψήφιοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)