↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πενταψήφιος η πενταψήφια το πενταψήφιο
      γενική του πενταψήφιου της πενταψήφιας του πενταψήφιου
    αιτιατική τον πενταψήφιο την πενταψήφια το πενταψήφιο
     κλητική πενταψήφιε πενταψήφια πενταψήφιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πενταψήφιοι οι πενταψήφιες τα πενταψήφια
      γενική των πενταψήφιων των πενταψήφιων των πενταψήφιων
    αιτιατική τους πενταψήφιους τις πενταψήφιες τα πενταψήφια
     κλητική πενταψήφιοι πενταψήφιες πενταψήφια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πενταψήφιος < πεντα- + -ψήφιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pen.daˈpsi.fi.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /pen.daˈpsi.fi.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /pen.daˈpsi.fi.o/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

πενταψήφιος, -α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία