digit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
digit | digits |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdigit (en)
- (αριθμητική) το ψηφίο
- ⮡ a six-figure income - εισόδημα εξαψήφιου αριθμού
- ⮡ The number has only one digit.
- Ο αριθμός έχει ένα μόνο ψηφίο.
- ⮡ The phone numbers in Athens are seven digits.
- Οι αριθμοί των τηλεφώνων στην Αθήνα είναι επταψήφιοι.
- ⮡ a three-figure/seven-figure number - τριψήφιος/επταψήφιος αριθμός
- (ανατομία) το δάχτυλο