δυαδικό ψηφίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαδυαδικό ψηφίο ουδέτερο
- (μαθηματικά, πληροφορική) ένα από τα ψηφία 0 ή 1 του δυαδικού συστήματος αρίθμησης (ΕΛΟΤ 996.01[1])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυαδικό ψηφίο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 “Ορολογία Πληροφορικής”, σελ. 1. Προσπέλαση 2020-06-18.