Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bit bits

bit (en)

  1. (a bit, μόνο ενικός, χρησιμοποιείται ως επίρρημα) λίγο, κομμάτι
      He’s a bit better today.
    Είναι λίγο/κομμάτι καλύτερα σήμερα.
  2. (a bit, μόνο ενικός) λίγο, κομμάτι, μικρό χρονικό διάστημα ή απόσταση
      He lost his balance, swayed a bit and then fell down.
    Έχασε την ισορροπία του, ταλαντεύτηκε λίγο και μετά έπεσε κάτω.
      I wanted to walk a bit and that's why I came on foot.
    Ήθελα να περπατήσω κομμάτι και γι' αυτό ήρθα με τα πόδια.
  3. το κομματάκι, μικρό κομμάτι, μικρή ποσότητα
      a bit of cheese - κομματάκι τυρί
  4. το κομμάτι, το μέρος, το τμήμα από κάτι μεγαλύτερο
      I like the bit about owls in the first chapter.
    Μου αρέσει το κομμάτι για τις κουκουβάγιες στο πρώτο κεφάλαιο.
      I will spend the last bit of my vacation in Crete.
    Θα περάσω το τελευταίο μέρος των διακοπών μου στην Κρήτη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη part
  5. (μόνο ενικός, ανεπίσημο) αρκετά, αρκετός, μεγάλη ποσότητα
      I’m quite a bit optimistic.
    Είμαι αρκετά αισιόδοξος.
      We spent a fair bit of money.
    Ξοδέψαμε αρκετά χρήματα.
  6. (μαθηματικά, πληροφορική, συντόμευση του binary digit) το μπιτ, το δυφίο, δυφιακός, δυφιακά
      bit error - δυφιακό σφάλμα
      bit rate - δυφιακός ρυθμός
      bit interval - δυφιακό διάστημα
      bit signal - δυφιακό σήμα
      bit structured - δυφιακά δομημένος
      bit mapped - δυφιακά απεικονιζόμενος
  7. η στομίδα χαλιναριού
  8. το τρυπάνι
      (drill) bits with a cylindrical shank - τρυπάνια με κυλινδρικό στέλεχος
      a five millimeter bit - ένα τρυπάνι πέντε χιλιοστών
     δείτε τη λέξη drill
  9. το κέρμα μικρής αξίας

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας bit
γ΄ ενικό ενεστώτα bits
αόριστος bitted
παθητική μετοχή bitted
ενεργητική μετοχή bitting

bit (en)

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

bit (en)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

bit (tr)