Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

bit (en)

  Επίρρημα επεξεργασία

bit (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bit bits

bit (en)

  1. μικρό κομμάτι, μικρή ποσότητα
    εκφράσεις: do my bit
  2. κέρμα μικρής αξίας
  3. στομίδα χαλιναριού
  4. τριβέλι, τρυπάνι
  5. (μαθηματικά, πληροφορική) (συντόμευση του binary digit) μπιτ

Σύνθετα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

(πληροφορική)

Εκφράσεις επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

(πληροφορική)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας bit
γ΄ ενικό ενεστώτα bits
αόριστος bitted
παθητική μετοχή bitted
ενεργητική μετοχή bitting

bit (en)

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

bit (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bit bits

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bit (fr) αρσενικό



Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bit (tr)

Κλίση επεξεργασία