Ετυμολογία

επεξεργασία
bitwise < bit + -wise

  Επίρρημα

επεξεργασία

bitwise (en)

  • (πληροφορική) κατά δυφίο (bit), δυφίο προς δυφίο, με εφαρμογή στη στάθμη (σε επίπεδο) δυφίου
    προτεινόμενη μετάφραση από τον ΕΛΕΤΟ: δυφιακά, δυφιοτελώς, δυφιηδόν [1]

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Έκφραση

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

bitwise (en)

  • (πληροφορική) η επεξεργασία κατά δυφίο (bit), δυφίο προς δυφίο, με εφαρμογή στη στάθμη (σε επίπεδο) δυφίου
    προτεινόμενη μετάφραση από τον ΕΛΕΤΟ: δυφιοτελής, δυφιηδόν [1], για τελεστή, λειτουργία, κλπ.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Έκφραση

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 «δυφιηδόν» από αναζήτηση «bitwise» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. 2,0 2,1 2,2 Τυποποίηση ορολογίας, σελ. 18. Προσπέλαση 2020-06-21.