disjunction
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /dɪsˈdʒʌŋk(t)ʃən/ και /dɪsˈdʒʊŋk(t)ʃən/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
disjunction (en)
- διάζευξη, διαχωρισμός
- (λογική), (στον προτασιακό λογισμό) συνήθως αναφέρεται στην μη αποκλειστική διάζευξη (inclusive disjunction)
- δείτε επίσης: logical disjunction στην αγγλική Βικιπαίδεια
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΥπερώνυμαΕπεξεργασία
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
(λογική)