διάζευξη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διάζευξη < (λόγιο) ελληνιστική κοινή διάζευξις (διά-ζευγ-(σις) + ση) < διαζεύγνυμι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.zɛf.ksi/
- συλλαβισμός : δι‐ά‐ζευ‐ξη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διάζευξη θηλυκό
- ο χωρισμός και η διάλυση μιας ένωσης ή ενός γάμου
- σχήμα λόγου με το οποίο παρατίθενται δύο διαφορετικές επιλογές και που η υιοθέτηση της μίας συνεπάγεται τον μερικό ή ολικό αποκλεισμό της άλλης
- (λογική), (στον προτασιακό λογισμό) συνήθως αναφέρεται στην μη αποκλειστική διάζευξη[1]
- Δείτε επίσης: λογική διάζευξη στην Βικιπαίδεια
- (λογική) η σύνθετη λογική πρόταση (διαζευκτική πρόταση) που προκύπτει από το συνδυασμό δύο προτάσεων με τον λογικό τελεστή ∨[2]
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
(λογική)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χωρισμός
Επεξεργασία
- ↑ 1.10 Προτασιακός Λογισμός. Πρόσβαση 2020-02-23
- ↑ Λογική: Θεωρία και Πρακτική - Βιβλίο Μαθητή, σελ. 49-53, Γ' ΤΑΞΗ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ. Πρόσβαση 2020-02-26