διαζευκτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαζευκτήριο < (ελληνιστική κοινή) διαζευγνύω + -τήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαζευκτήριο ουδέτερο
- επίσημο έγγραφο που πιστοποιεί ότι κάποιοι έχουν πάρει διαζύγιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαζευκτήριο
|