↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαζύγιο τα διαζύγια
      γενική του διαζυγίου
διαζύγιου
των διαζυγίων
    αιτιατική το διαζύγιο τα διαζύγια
     κλητική διαζύγιο διαζύγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαζύγιο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική διαζύγιον < ελληνιστική κοινή διαζυγία < διά + αρχαία ελληνική ζυγός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yugóm (ζυγός) < *yewg- (ζεύγνυμι, ενώνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðʝaˈzi.ʝi.o/ & /ði̯aˈzi.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐ζύ‐γι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαζύγιο ουδέτερο

  1. η επίσημη διάλυση ενός γάμου
    ⮡  το διαζύγιό τους βγήκε κοινή συναινέσει
    → δείτε τη λέξη χωρισμός
  2. (μεταφορικά) η διακοπή μιας επαφής
    ⮡  έχει πάρει διαζύγιο με τη λογική (είναι παράλογος)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διά και ζυγός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία