διαζευγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαζευγμένος < διεζευγμένος[1] (αρχαία σημασία: που έχει χωριστεί από κάτι),[2][3] μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου του αρχαίου ρήματος διαζευγνύω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική divorcé
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.zeˈvɣme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐ζευγ‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐ζευ‐γμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαδιαζευγμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου: που έχει πάρει διαζύγιο
- ≈ συνώνυμα: χωρισμένος (λιγότερο επίσημο)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ διαζευγμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ διαζευγμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. διαζευγνύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.