Ουσιαστικό

επεξεργασία

divorce (en)

ενεστώτας divorce
γ΄ ενικό ενεστώτα divorces
αόριστος divorced
παθητική μετοχή divorced
ενεργητική μετοχή divorcing

divorce (en)




  Ετυμολογία

επεξεργασία
divorce < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
divorce divorces

divorce (fr) αρσενικό