αδιάζευκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιάζευκτος < αρχαία ελληνική ἀδιάζευκτος
Επίθετο επεξεργασία
αδιάζευκτος, -η, -ο
- εκείνος για τον οποίο δεν έχει εκδοθεί διαζύγιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιάζευκτος
αδιάζευκτος, -η, -ο