↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαζευκτικός η διαζευκτική το διαζευκτικό
      γενική του διαζευκτικού της διαζευκτικής του διαζευκτικού
    αιτιατική τον διαζευκτικό τη διαζευκτική το διαζευκτικό
     κλητική διαζευκτικέ διαζευκτική διαζευκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαζευκτικοί οι διαζευκτικές τα διαζευκτικά
      γενική των διαζευκτικών των διαζευκτικών των διαζευκτικών
    αιτιατική τους διαζευκτικούς τις διαζευκτικές τα διαζευκτικά
     κλητική διαζευκτικοί διαζευκτικές διαζευκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαζευκτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

διαζευκτικός, -ή, -ό

  • όταν η υιοθέτηση μιας επιλογής αποκλείει την ισχύ μιας άλλης

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία