αυτόματο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτόματο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτόματο ουδέτερο
- φορητό, αυτόματα επαναφορτιζόμενο, πυροβόλο όπλο, μεσαίου μεγέθους κατάλληλο κυρίως για κοντινές αποστάσεις
- ρομπότ, οποιαδήποτε μηχανική κούκλα (automaton: συνήθως έχει ανθρώπινη μορφή, ανθρομπότ, ανθρωμπότ)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτόματο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααυτόματο