Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζεύξη οι ζεύξεις
      γενική της ζεύξης* των ζεύξεων
    αιτιατική τη ζεύξη τις ζεύξεις
     κλητική ζεύξη ζεύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζεύξεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈzef.ksi/

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζεύξη < αρχαία ελληνική ζεῦξις < ζεύγνυμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζεύξη θηλυκό

  1. η ένωση μεταξύ δύο αντικειμένων ή ακόμα και ζώων, π.χ. για το όργωμα
  2. η σύνδεση δύο οχημάτων ή άλλων μηχανημάτων με σκοπό την παράλληλη λειτουργία τους
  3. η κατασκευή γέφυρας που ενώνει δύο αντίπερα όχθες
    το έργο της ζεύξης Ρίου - Αντιρρίου ολοκληρώθηκε ταχύτατα
  4. (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) → δείτε  συνώνυμο κανάλι
    ※  γνωστοποιημένη μετάδοση δεδομένων βασικής ζεύξης[1]

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.