πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανάλι τα κανάλια
      γενική του καναλιού των καναλιών
    αιτιατική το κανάλι τα κανάλια
     κλητική κανάλι κανάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γόνδολα σε βενετσιάνικο κανάλι

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανάλι ουδέτερο

  1. υδάτινο πέρασμα
    1. διώρυγα
    2. δίαυλος
    3. λούκι
  2. μια ορισμένη περιοχή συχνοτήτων
    συντόνισέ το στο κανάλι 50 των UHF
  3. τηλεοπτικός σταθμός
    αυτός ο παρουσιαστής φέτος πήγε σε άλλο κανάλι
  4. διαδικτυακός τόπος όπου γίνεται chat
    το #wiktionary-el είναι το κανάλι IRC του Βικιλεξικού
  5. σύνολο ατόμων, υλικού, θέσεων μεταφοράς ανθρώπων, υλικού, πληροφοριών ή καταστάσεων
    οι πληροφορίες του δεν είναι πάντα από αξιόπιστα κανάλια
    η εταιρεία μας διανέμει τα προϊόντα μέσα από δικά της εμπορικά κανάλια'
    το Διαδίκτυο είναι ένα σύγχρονο κανάλι επικοινωνίας και άντλησης πληροφοριών
  6. δίαυλος καταγραφής ήχου ή κατά πλάτος (και όχι διάρκεια-μήκος) υποδιαίρεση μαγνητοταινίας
    πέρασε σήμα από διπλανό κανάλι (στην μπομπίνα)
  7. (ανατομία) διάφορες αύλακες στο σώμα, νευρικό κανάλι κτλ.
  8. (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) link: τα υλικά μέσα (hardware) που συνδέουν τους κόμβους (nodes) ενός δικτύου, όπως ειδικά ηλεκτρικά καλώδια, οπτικές ίνες, ηλεκτρομαγνητικά κύματα (στα ασύρματα δίκτυα), κλπ.
     συνώνυμα: ζεύξη

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία