ενικός         πληθυντικός  
junction junctions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

junction (en)

  1. η ένωση (η ενέργεια ή η κατάσταση του ρήματος join)
  2. συμβολή, κόμβος· το σημείο ή ο τόπος όπου συναντώνται δύο πράγματα, ιδίως δύο δρόμοι
    → δείτε και τη λέξη intersection
  3. η διαχωριστική γραμμή δύο υλικών διαφορετικής φυσικής σύστασης, ιδίως αγωγών, ημιαγωγών και μετάλλων