Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκλειστική διάζευξη < → δείτε τις λέξεις αποκλειστικός και διάζευξη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική exclusive disjunction

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αποκλειστική διάζευξη

  • (λογική) λογικός δυαδικός τελεστής (πράξη) που δέχεται δύο λογικές προτάσεις και δίνει αποτέλεσμα 'Αληθής' (true) όταν η μία πρόταση είναι 'Αληθής' και η άλλη 'Ψευδής' (false), αλλιώς δίνει 'Ψευδής'
    Συμβολισμός: , όπως  , όπου   λογικές προτάσεις

Υπερώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία