μη αποκλειστική διάζευξη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μη αποκλειστική διάζευξη < → δείτε τις λέξεις μη, αποκλειστικός και διάζευξη

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

μη αποκλειστική διάζευξη

  • (λογική) η απλή διάζευξη, λογικός δυαδικός τελεστής (πράξη) που δέχεται δύο λογικές προτάσεις και δίνει αποτέλεσμα 'Αληθής' (true) όταν η μία τουλάχιστον από τις προτάσεις είναι 'Αληθής', αλλιώς δίνει 'Ψευδής' (false)
    Συμβολισμός: , όπως  , όπου   λογικές προτάσεις και διαβάζεται «p ή q»[1]

Υπερώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γεώργιος Βούρος (Πάτρα 2002), «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 15. Προσπέλαση 2020-02-28