διάζευξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διάζευξῐς | αἱ | διαζεύξεις |
γενική | τῆς | διαζεύξεως | τῶν | διαζεύξεων |
δοτική | τῇ | διαζεύξει | ταῖς | διαζεύξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | διάζευξῐν | τὰς | διαζεύξεις |
κλητική ὦ! | διάζευξῐ | διαζεύξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαζεύξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαζευξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάζευξις < διαζεύγνυμι, διαζευγ- + -σις > -ξις.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε διά- + ζεῦξις < ζεύγνυμι
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: διάζευξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάζευξις, -εως θηλυκό
- αποχωρισμός, διαχωρισμός
- διαζύγιο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 11, 930b @scaife.perseus
- ὅσοι δʼ ἂν ἱκανῶν ὄντων παίδων, τῆς συγκαταγηράσεως ἕνεκα καὶ ἐπιμελείας ἀλλήλων τὴν διάζευξίν τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρεών.
- Όσοι όμως αν έχουν αρκετά παιδιά, πρέπει να πραγματοποιούν το διαζύγιο και το γάμο με σκοπό να γεράσουν μαζί και να φροντίζει ο ένας τον άλλον.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ὅσοι δʼ ἂν ἱκανῶν ὄντων παίδων, τῆς συγκαταγηράσεως ἕνεκα καὶ ἐπιμελείας ἀλλήλων τὴν διάζευξίν τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρεών.
- ≈ συνώνυμα: διαζυγή, διαζύγιον, λύσις
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 11, 930b @scaife.perseus
- (ελληνιστική σημασία , γραμματική) η σύνδεση όρων με διάζευξη
- (ελληνιστική σημασία , μουσική) διαχωρισμός δύο τετραχόρδων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διαζεύγνυμι και ζεύγνυμι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. διαζευγνύω, ζεύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- διάζευξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάζευξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.