Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαζεύξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαζευγνύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαζευγνύω
  3. θα διαζεύξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαζευγνύω