Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαζεύξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαζευγνύω
  2. θα διαζεύξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαζευγνύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

διαζεύξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάζευξη