Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ(ɹ)/

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

or (en)

  1. ή, χρησιμοποιείται για να δείξει μια άλλη πιθανότητα
    ⮡  Do you want chocolate or vanilla?
    Θέλεις σοκολάτα ή βανίλια;
  2. ειδάλλως, αλλιώς, χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει ή να συμβουλεύσει κάποιον ότι κάτι κακό μπορεί να συμβεί
    ⮡  Get up now, or you will be late.
    Σήκω τώρα ειδάλλως θ' αργήσεις.
    ⮡  Drink it or it’ll get cold.
    Πιες το, αλλιώς θα κρυώσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη otherwise
  3. είτε…είτε, χρησιμοποιείται για να δείξει μια διαφορετική ή αντίθετη ιδέα
    ⮡  He is either mad or drunk.
    Είναι είτε τρελός είτε μεθυσμένος.
    ⮡  Whether he comes or not, I will go.
    Είτε έρθει είτε όχι, εγώ θα πάω.
    → και δείτε τις λέξεις whether και either

  Επίθετο

επεξεργασία

or (en) (χωρίς παραθετικά)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

or (eu)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. or (oυσιαστικό) < λατινική aurum
  2. or (σύνδεσμος) < παλαιά γαλλική ore («τώρα») < λατινική hāc hōrā, «αυτήν την ώρα». Χρησιμοποιείται ως σύνδεσμος από τον 12ο αιώνα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
or ors

or (fr) αρσενικό

  1. ο χρυσός, το χρυσάφι, το μάλαμα
  2. (μεταφορικά) ο πλούτος, ο « χρυσός »
    l'or blanc - το χιόνι για τις χιονοδρομικές εγκαταστάσεις
    l'or noir - ο μαύρος χρυσός (το πετρέλαιο)
    l'or rouge - η ηλιακή ενέργεια
    l'or vert - ο πλούτος που προέρχεται από τη γεωργία ή από την πώληση καλλιεργήσιμων εδαφών
  3. (εραλδική) ένα από τα δύο εραλδικά χρώματα που παριστάνεται συμβατικά με τελείες

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

or (fr)

  1. και όμως, ε λοιπόν