Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaɪð.ə(ɹ)/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈiːð.ə(ɹ)/ (αμερικανικό)
 

  Αντωνυμία

επεξεργασία

either (en)

  1. καθένας από δύο, είτε ο ένας είτε ο άλλος
    ⮡  Either of us can do it.
    Καθένας από μας τους δύο μπορεί να το κάνει.
  2. και τα δύο, και ο ένας και ο άλλος
    ⮡  I like either.
    Μου αρέσει και τα δύο.
     συνώνυμα: both
  3. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε το ένα ούτε το άλλο
    ⮡  I do not like either.
    Δεν μου αρέσει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
    → και δείτε τη λέξη neither

  Επίρρημα

επεξεργασία

either (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε
    ⮡  If you do not go, I will not either.
    Αν δεν πας, δε θα πάω ούτε και 'γώ.
    ⮡  I haven’t read it and my wife hasn’t either.
    Δεν το έχω διαβάσει κι ούτε η γυναίκα μου το έχει διαβάσει.
    → δείτε τη λέξη neither

either (en)

  1. οποιοσδήποτε, ένα από κάτι, είτε ο ένας είτε ο άλλος
    ⮡  You can choose either movie, but not both.
    Μπορείς να διαλέξεις οποιαδήποτε ταινία, αλλά όχι και τις δύο.
    ⮡  You can choose either of the two flavors, but not both.
    Μπορείτε να επιλέξετε μία από τις δύο γεύσεις αλλά όχι και τις δύο.
  2. και ο ένας και ο άλλος
    ⮡  There are trees on either side of the street
    Υπάρχουν δέντρα και στη μια και στην άλλη πλευρά του δρόμου.
     συνώνυμα: both

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

either (en)

  • (either…or) είτε…είτε, ή…ή, για…για, παρουσιάζεται η τελευταία επιλογή με or
    ⮡  He is either mad or drunk.
    Είναι είτε τρελός είτε μεθυσμένος.
    ⮡  They will discuss it either before or after the lesson.
    Θα συζητήσουν ή πριν ή μετά το μάθημα.
    ⮡  Humor is something that you either have (it) or you don’t (have it).
    Το χιούμορ είναι κάτι που ή το έχεις ή δεν το έχεις.
    ⮡  You are either mad or do not know what you are talking about.
    Για είσαι τρελός για δεν ξέρεις τι λες.
    → και δείτε τον σύνδεσμο or