both
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαboth (en)
- και οι δύο
- ⮡ Both are Greeks.
- Και οι δύο είναι Έλληνες.
- ⮡ Both speak Greek.
- Κι οι δύο μιλάνε ελληνικά.
- ⮡ Both are Greeks.
both (en)
- και οι δύο, αμφότεροι
- ⮡ both books/both of the books - και τα δύο βιβλία
- ⮡ both of us/you/them - και οι δύο μας/σας/τους
- ⮡ We are both Greeks./Both of us are Greeks.
- Είμαστε και οι δύο Έλληνες.
- ⮡ We both speak Greek./Both of us speak Greek.
- Κι οι δύο μιλάμε ελληνικά.
- (both…and…) και…και…, τόσο…όσο και, όχι μόνο το ένα αλλά και το άλλο
- ⮡ He is both good and honest.
- Είναι και καλός και τίμιος.
- ⮡ He can both write and read English.
- Μπορεί και να γράψει και να μιλήσει αγγλικά.
- ⮡ Knowing the time in English is necessary, both to ask the time and to tell the time.
- Το να ξέρουμε την ώρα στα αγγλικά είναι απαραίτητο, τόσο για να ρωτάμε την ώρα, όσο και για να λέμε την ώρα.
- ⮡ He is both good and honest.