Αντωνυμία

επεξεργασία

both (en)

  • και οι δύο
    ⮡  Both are Greeks.
    Και οι δύο είναι Έλληνες.
    ⮡  Both speak Greek.
    Κι οι δύο μιλάνε ελληνικά.

both (en)

  1. και οι δύο, αμφότεροι
    ⮡  both books/both of the books - και τα δύο βιβλία
    ⮡  both of us/you/them - και οι δύο μας/σας/τους
    ⮡  We are both Greeks./Both of us are Greeks.
    Είμαστε και οι δύο Έλληνες.
    ⮡  We both speak Greek./Both of us speak Greek.
    Κι οι δύο μιλάμε ελληνικά.
  2. (both…and) καικαι…, τόσοόσο και, όχι μόνο το ένα αλλά και το άλλο
    ⮡  He is both good and honest.
    Είναι και καλός και τίμιος.
    ⮡  He can both write and read English.
    Μπορεί και να γράψει και να μιλήσει αγγλικά.
    ⮡  Knowing the time in English is necessary, both to ask the time and to tell the time.
    Το να ξέρουμε την ώρα στα αγγλικά είναι απαραίτητο, τόσο για να ρωτάμε την ώρα, όσο και για να λέμε την ώρα.

Δείτε επίσης

επεξεργασία