↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιονοδρομικός η χιονοδρομική το χιονοδρομικό
      γενική του χιονοδρομικού της χιονοδρομικής του χιονοδρομικού
    αιτιατική τον χιονοδρομικό τη χιονοδρομική το χιονοδρομικό
     κλητική χιονοδρομικέ χιονοδρομική χιονοδρομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιονοδρομικοί οι χιονοδρομικές τα χιονοδρομικά
      γενική των χιονοδρομικών των χιονοδρομικών των χιονοδρομικών
    αιτιατική τους χιονοδρομικούς τις χιονοδρομικές τα χιονοδρομικά
     κλητική χιονοδρομικοί χιονοδρομικές χιονοδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονοδρομικός < χιονοδρόμ(ος) + -ικός [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

χιονοδρομικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία