Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυφιηδόν < δυφί-ο (μετάφραση της αγγλικής bit) + -ηδόν

  Επίρρημα επεξεργασία

δυφιηδόν

  • (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) προτεινόμενη μετάφραση της αγγλικής bitwise από τον ΕΛΕΤΟ
    επίσης προτείνονται όροι όπως: δυφιηδόν πράξη, δυφιηδόν αναγνώριση, δυφιηδόν διάζευξη, δυφιηδόν άρνηση διφιηδόν τελεστής κ.ά.

  Αναφορές επεξεργασία