exclusion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαexclusion (en)
- η εξαίρεση
- ο αποκλεισμός
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
exclusion | exclusions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαexclusion (fr) θηλυκό
- η εξαίρεση
- ο αποκλεισμός