ενεστώτας exclude
γ΄ ενικό ενεστώτα excludes
αόριστος excluded
παθητική μετοχή excluded
ενεργητική μετοχή excluding

exclude (en)

  1. αποκλείω, παραλείπω, σκόπιμα δεν συμπεριλαμβάνω κάτι σε αυτό που κάνω ή σκέφτομαι
    ⮡  Such a possibility cannot be excluded.
    Δεν μπορεί ν' αποκλειστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
    ⮡  Exclude all the details.
    Παραλείψτε όλες τις λεπτομέρειες.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις eliminate και omit
  2. αποκλείω, εμποδίζω κάποιον να λάβει μέρος σε κάτι
    ⮡  I exclude somebody from a competition.
    Αποκλείω κάποιον από ένα διαγωνισμό.
     συνώνυμα: rule out, disqualify, bar, shut out

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία