ενεστώτας eliminate
γ΄ ενικό ενεστώτα eliminates
αόριστος eliminated
παθητική μετοχή eliminated
ενεργητική μετοχή eliminating

eliminate (en)

  1. (μεταβατικό) εξαλείφω, εξαφανίζω, αποκλείω, απαλλάσσομαι από κάτι
    ⮡  We must eliminate all possibility of error.
    Πρέπει ν' αποκλείσουμε κάθε δυνατότητα λάθους.
     συνώνυμα: remove, wipe out, exclude, rule out
  2. (μεταβατικό) νικώ και αποκλείω κάποιον αντίπαλο, τον βγάζω εκτός συναγωνισμού
  3. (αργκό) σκοτώνω
  4. (φυσιολογία) αποβάλλω (για σωματικές λειτουργίες)
    substances eliminated in urine - ουσίες που αποβάλλονται με τα ούρα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αποκλείω