eliminate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | eliminate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | eliminates |
αόριστος | eliminated |
παθητική μετοχή | eliminated |
ενεργητική μετοχή | eliminating |
Ρήμα
επεξεργασίαeliminate (en)
- (μεταβατικό) εξαλείφω, εξαφανίζω, αποκλείω, απαλλάσσομαι από κάτι
- (μεταβατικό) νικώ και αποκλείω κάποιον αντίπαλο, τον βγάζω εκτός συναγωνισμού
- (αργκό) σκοτώνω
- (φυσιολογία) αποβάλλω (για σωματικές λειτουργίες)
- substances eliminated in urine - ουσίες που αποβάλλονται με τα ούρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκλείω