ενεστώτας wipe out
γ΄ ενικό ενεστώτα wipes out
αόριστος wiped out
παθητική μετοχή wiped out
ενεργητική μετοχή wiping out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
wipe out < → δείτε τις λέξεις wipe και out

wipe out (en)

  1. (αμετάβατο, ανεπίσημο) πέφτω, κατρακυλώ, πέφτω απότομα
    ⮡  I wiped out surfing.
    Έπεσα κάνοντας σέρφινγκ.
    ⮡  He wiped out into the sea.
    Κατρακύλησε στη θάλασσα.
    ⮡  I wiped out on the stairs.
    Κατρακύλησα από τη σκάλα.
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο) εξαντλώ, τσακίζω, ξεκατινιάζω, κουράζω πολύ
    ⮡  You are completely wiped out and you need a lot of rest.
    Είσαι τελείως εξαντλημένη και χρειάζεται πολλή ανάπαυση.
    ⮡  He looked wiped out after a sleepless night.
    Φαινόταν τσακισμένος ύστερα από το ξενύχτι.
    ⮡  This flu wiped me out.
    Με τσάκισε αυτή η γρίπη.
    ⮡  I was wiped out by the move.
    Τσακίστηκα/Ξεκατινιάστηκα με τη μετακόμιση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tire
  3. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) εξαφανίζω, αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω ή αφαιρώ κάποιον ή κάτι εντελώς
    ⮡  The dinosaurs were wiped out by a global catastrophe.
    Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν από μία παγκόσμια καταστροφή.
    ⮡  I was wiped out from the expenses of my wife’s illness.
    Αφανίστηκα στα έξοδα με την αρρώστια της γυναίκας μου.
    ⮡  This pesticide wipes out flies and mosquitoes.
    Αυτό το εντομοκτόνο εξοντώνει μύγες και κουνούπια.
    ⮡  The invading forces were wiped out.
    Οι δυνάμεις εισβολής εξολοθρεύτηκαν.
     συνώνυμα: exterminate, → και δείτε τη λέξη destroy