wipe out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | wipe out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wipes out |
αόριστος | wiped out |
παθητική μετοχή | wiped out |
ενεργητική μετοχή | wiping out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαwipe out (en)
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) πέφτω, κατρακυλώ, πέφτω απότομα
- ⮡ I wiped out surfing.
- Έπεσα κάνοντας σέρφινγκ.
- ⮡ He wiped out into the sea.
- Κατρακύλησε στη θάλασσα.
- ⮡ I wiped out on the stairs.
- Κατρακύλησα από τη σκάλα.
- ⮡ I wiped out surfing.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) εξαντλώ, τσακίζω, ξεκατινιάζω, κουράζω πολύ
- ⮡ You are completely wiped out and you need a lot of rest.
- Είσαι τελείως εξαντλημένη και χρειάζεται πολλή ανάπαυση.
- ⮡ He looked wiped out after a sleepless night.
- Φαινόταν τσακισμένος ύστερα από το ξενύχτι.
- ⮡ This flu wiped me out.
- Με τσάκισε αυτή η γρίπη.
- ⮡ I was wiped out by the move.
- Τσακίστηκα/Ξεκατινιάστηκα με τη μετακόμιση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tire
- ⮡ You are completely wiped out and you need a lot of rest.
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) εξαφανίζω, αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω ή αφαιρώ κάποιον ή κάτι εντελώς
- ⮡ The dinosaurs were wiped out by a global catastrophe.
- Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν από μία παγκόσμια καταστροφή.
- ⮡ I was wiped out from the expenses of my wife’s illness.
- Αφανίστηκα στα έξοδα με την αρρώστια της γυναίκας μου.
- ⮡ This pesticide wipes out flies and mosquitoes.
- Αυτό το εντομοκτόνο εξοντώνει μύγες και κουνούπια.
- ⮡ The invading forces were wiped out.
- Οι δυνάμεις εισβολής εξολοθρεύτηκαν.
- ≈ συνώνυμα: exterminate, → και δείτε τη λέξη destroy
- ⮡ The dinosaurs were wiped out by a global catastrophe.