ενεστώτας destroy
γ΄ ενικό ενεστώτα destroys
αόριστος destroyed
παθητική μετοχή destroyed
ενεργητική μετοχή destroying

destroy (en)

  1. καταστρέφω
  2. εξολοθρεύω
  3. (μεταβατικό, ανεπίσημο) ξεσκίζω, νικώ τον αντίπαλο με μεγάλη διαφορά
    ⮡  I destroyed him in backgammon.
    Τον ξέσκισα στο τάβλι.
     συνώνυμα:  clobber και crush