destroy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | destroy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | destroys |
αόριστος | destroyed |
παθητική μετοχή | destroyed |
ενεργητική μετοχή | destroying |
Ρήμα
επεξεργασίαdestroy (en)
- καταστρέφω
- εξολοθρεύω
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) ξεσκίζω, νικώ τον αντίπαλο με μεγάλη διαφορά