clobber
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
- χτυπώ κάποιον με δύναμη, κοπανώ, χτυπώ, πλήττω
- (μεταφορικά) προξενώ βλάβη-ζημιά-σφάλμα-πρόβλημα, πλήττω
- (μεταφορικά) κριτικάρω έντονα
Ουσιαστικό επεξεργασία
clobber (en)
- τύπος πορσελάνινης σμαλτογραφίας• επισμαλτωμένα διακοσμητικά στοιχεία σε πορσελάνη