Ουσιαστικό

επεξεργασία

clobber (en)

  • τύπος πορσελάνινης σμαλτογραφίας• επισμαλτωμένα διακοσμητικά στοιχεία σε πορσελάνη
ενεστώτας clobber
γ΄ ενικό ενεστώτα clobbers
αόριστος clobbered
παθητική μετοχή clobbered
ενεργητική μετοχή clobbering

clobber (en) (ανεπίσημο)

  1. πλήττω, χτυπώ κάποιον με δύναμη
    ⮡  The air force clobbered military targets.
    Η αεροπορία έπληξε στρατιωτικούς στόχους.
    ⮡  He clobbered him on the head with an iron rod.
    Τον χτύπησε το κεφάλι μ' ένα σίδερο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hit
  2. πλήττω, επηρεάζω κάποιον άσχημα ή τον τιμωρώ, ειδικά κάνοντας τον να χάσει χρήματα
    ⮡  The country’s economy is being clobbered by the rise in oil prices.
    Η οικονομία της χώρας πλήττεται από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου.
  3. ξεσκίζω, νικώ τον αντίπαλο με μεγάλη διαφορά
    ⮡  I clobbered him in backgammon.
    Τον ξέσκισα στο τάβλι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη destroy