tire
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | tire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tires |
αόριστος | tired |
παθητική μετοχή | tired |
ενεργητική μετοχή | tiring |
tire (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κουράζω κάτι ή κάποιον άλλο· κουράζομαι
- ⮡ This child tires me.
- Με κουράζει αυτό το παιδί.
- ⮡ This child tires me.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tire | tires |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
tire (fr) θηλυκό
- (μέσο μεταφορών, αργκό) το αυτοκίνητο