tucker
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | tucker |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tuckers |
αόριστος | tuckered |
παθητική μετοχή | tuckered |
ενεργητική μετοχή | tuckering |
Ρήμα
επεξεργασίαtucker (en)
ενεστώτας | tucker |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tuckers |
αόριστος | tuckered |
παθητική μετοχή | tuckered |
ενεργητική μετοχή | tuckering |
tucker (en)