Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας tire out
γ΄ ενικό ενεστώτα tires out
αόριστος tired out
παθητική μετοχή tired out
ενεργητική μετοχή tiring out

  Ετυμολογία επεξεργασία

tire out < → δείτε τις λέξεις tire και out

  Ρήμα επεξεργασία

tire out (en)

  • κουράζω κάποιον ή κουράζομαι
    The players have tired out.
    Οι παίκτες έχουν κουραστεί.

  Πηγές επεξεργασία