εξοντώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξοντώνω < εξ- + ον (γενική: όντος) + -ώνω ( μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anéantir)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksonˈdo.no/
Ρήμα
επεξεργασίαεξοντώνω (παθητική φωνή: εξοντώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αλληλοεξοντώνομαι
- αλληλοεξόντωση
- αλληλοεξοντωτικός
- εξόντωση
- εξοντωτικά
- εξοντωτικός
- → δείτε τις λέξεις ον και είμαι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξοντώνω | εξόντωνα | θα εξοντώνω | να εξοντώνω | εξοντώνοντας | |
β' ενικ. | εξοντώνεις | εξόντωνες | θα εξοντώνεις | να εξοντώνεις | εξόντωνε | |
γ' ενικ. | εξοντώνει | εξόντωνε | θα εξοντώνει | να εξοντώνει | ||
α' πληθ. | εξοντώνουμε | εξοντώναμε | θα εξοντώνουμε | να εξοντώνουμε | ||
β' πληθ. | εξοντώνετε | εξοντώνατε | θα εξοντώνετε | να εξοντώνετε | εξοντώνετε | |
γ' πληθ. | εξοντώνουν(ε) | εξόντωναν εξοντώναν(ε) |
θα εξοντώνουν(ε) | να εξοντώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξόντωσα | θα εξοντώσω | να εξοντώσω | εξοντώσει | ||
β' ενικ. | εξόντωσες | θα εξοντώσεις | να εξοντώσεις | εξόντωσε | ||
γ' ενικ. | εξόντωσε | θα εξοντώσει | να εξοντώσει | |||
α' πληθ. | εξοντώσαμε | θα εξοντώσουμε | να εξοντώσουμε | |||
β' πληθ. | εξοντώσατε | θα εξοντώσετε | να εξοντώσετε | εξοντώστε | ||
γ' πληθ. | εξόντωσαν εξοντώσαν(ε) |
θα εξοντώσουν(ε) | να εξοντώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξοντώσει | είχα εξοντώσει | θα έχω εξοντώσει | να έχω εξοντώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξοντώσει | είχες εξοντώσει | θα έχεις εξοντώσει | να έχεις εξοντώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξοντώσει | είχε εξοντώσει | θα έχει εξοντώσει | να έχει εξοντώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξοντώσει | είχαμε εξοντώσει | θα έχουμε εξοντώσει | να έχουμε εξοντώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξοντώσει | είχατε εξοντώσει | θα έχετε εξοντώσει | να έχετε εξοντώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξοντώσει | είχαν εξοντώσει | θα έχουν εξοντώσει | να έχουν εξοντώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξοντώνω