Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξοντώνω < εξ- + ον (γενική: όντος) + -ώνω ( μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anéantir)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksonˈdo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

εξοντώνω (παθητική φωνή: εξοντώνομαι)

  1. θανατώνω, σκοτώνω
  2. καταστρέφω
  3. ζημιώνω
  4. κουράζω, εξουθενώνω, φθείρω (σωματικά ή ψυχικά)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία