Ετυμολογία

επεξεργασία

εξοντώνω (παθητική φωνή: εξοντώνομαι)

  1. θανατώνω, σκοτώνω
  2. καταστρέφω
  3. ζημιώνω
  4. κουράζω, εξουθενώνω, φθείρω (σωματικά ή ψυχικά)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία