αλληλοεξόντωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλοεξόντωση | οι | αλληλοεξοντώσεις |
γενική | της | αλληλοεξόντωσης* | των | αλληλοεξοντώσεων |
αιτιατική | την | αλληλοεξόντωση | τις | αλληλοεξοντώσεις |
κλητική | αλληλοεξόντωση | αλληλοεξοντώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοεξοντώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.li.lo.eˈkson.do.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λη‐λο‐ε‐ξό‐ντω‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλληλοεξόντωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αλληλοεξοντώνομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλοεξόντωση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αλληλοεξόντωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας