εξοντωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.kson.do.tiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
εξοντωτικός, -ή, -ό
- που εξοντώνει
- που επιφέρει θάνατο
- που καταστρέφει
- που ζημιώνει
- που κουράζει, που εξουθενώνει, που φθείρει (σωματικά ή ψυχικά)
Συγγενικά επεξεργασία
- αλληλοεξοντωτικός
- εξοντωτικά
- → δείτε τη λέξη εξοντώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξοντωτικός