εξοντώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεξοντώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος εξοντώνω
Ρήμα
επεξεργασίαεξοντώνομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξοντώνομαι | εξοντωνόμουν(α) | θα εξοντώνομαι | να εξοντώνομαι | ||
β' ενικ. | εξοντώνεσαι | εξοντωνόσουν(α) | θα εξοντώνεσαι | να εξοντώνεσαι | (εξοντώνου) | |
γ' ενικ. | εξοντώνεται | εξοντωνόταν(ε) | θα εξοντώνεται | να εξοντώνεται | ||
α' πληθ. | εξοντωνόμαστε | εξοντωνόμαστε εξοντωνόμασταν |
θα εξοντωνόμαστε | να εξοντωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εξοντώνεστε | εξοντωνόσαστε εξοντωνόσασταν |
θα εξοντώνεστε | να εξοντώνεστε | (εξοντώνεστε) | |
γ' πληθ. | εξοντώνονται | εξοντώνονταν εξοντωνόντουσαν |
θα εξοντώνονται | να εξοντώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξοντώθηκα | θα εξοντωθώ | να εξοντωθώ | εξοντωθεί | ||
β' ενικ. | εξοντώθηκες | θα εξοντωθείς | να εξοντωθείς | εξοντώσου | ||
γ' ενικ. | εξοντώθηκε | θα εξοντωθεί | να εξοντωθεί | |||
α' πληθ. | εξοντωθήκαμε | θα εξοντωθούμε | να εξοντωθούμε | |||
β' πληθ. | εξοντωθήκατε | θα εξοντωθείτε | να εξοντωθείτε | εξοντωθείτε | ||
γ' πληθ. | εξοντώθηκαν εξοντωθήκαν(ε) |
θα εξοντωθούν(ε) | να εξοντωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξοντωθεί | είχα εξοντωθεί | θα έχω εξοντωθεί | να έχω εξοντωθεί | εξοντωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξοντωθεί | είχες εξοντωθεί | θα έχεις εξοντωθεί | να έχεις εξοντωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξοντωθεί | είχε εξοντωθεί | θα έχει εξοντωθεί | να έχει εξοντωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξοντωθεί | είχαμε εξοντωθεί | θα έχουμε εξοντωθεί | να έχουμε εξοντωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξοντωθεί | είχατε εξοντωθεί | θα έχετε εξοντωθεί | να έχετε εξοντωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξοντωθεί | είχαν εξοντωθεί | θα έχουν εξοντωθεί | να έχουν εξοντωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξοντώνομαι
|