↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξοντωμένος η εξοντωμένη το εξοντωμένο
      γενική του εξοντωμένου της εξοντωμένης του εξοντωμένου
    αιτιατική τον εξοντωμένο την εξοντωμένη το εξοντωμένο
     κλητική εξοντωμένε εξοντωμένη εξοντωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξοντωμένοι οι εξοντωμένες τα εξοντωμένα
      γενική των εξοντωμένων των εξοντωμένων των εξοντωμένων
    αιτιατική τους εξοντωμένους τις εξοντωμένες τα εξοντωμένα
     κλητική εξοντωμένοι εξοντωμένες εξοντωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξοντωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξοντώνω

εξοντωμένος, -η, -ο

  1. που έχει εξοντωθεί
     συνώνυμα: αφανισμένος
  2. (μεταφορικά) υπερβολικά κουρασμένος
     συνώνυμα: εξαντλημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος, (οικείο) πτώμα, ψόφιος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία