Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφανισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Σημειώσεις
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αφανισμέν
ος
η
αφανισμέν
η
το
αφανισμέν
ο
γενική
του
αφανισμέν
ου
της
αφανισμέν
ης
του
αφανισμέν
ου
αιτιατική
τον
αφανισμέν
ο
την
αφανισμέν
η
το
αφανισμέν
ο
κλητική
αφανισμέν
ε
αφανισμέν
η
αφανισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αφανισμέν
οι
οι
αφανισμέν
ες
τα
αφανισμέν
α
γενική
των
αφανισμέν
ων
των
αφανισμέν
ων
των
αφανισμέν
ων
αιτιατική
τους
αφανισμέν
ους
τις
αφανισμέν
ες
τα
αφανισμέν
α
κλητική
αφανισμέν
οι
αφανισμέν
ες
αφανισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αφανισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αφανίζω
Σημειώσεις
επεξεργασία
για είδη λέμε και ο
εκλιπών
, η εκλιπούσα, το εκλιπόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφανισμένος